- ευπεψία
- η удобоваримость, хорошая усвояемость (пищи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐπεψία — εὐπεψίᾱ , εὐπεψία digestibility fem nom/voc/acc dual εὐπεψίᾱ , εὐπεψία digestibility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίᾳ — εὐπεψίᾱͅ , εὐπεψία digestibility fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπεψία — η (ΑΜ εὐπεψία) [εύπεπτος] εύκολη πέψη, φυσιολογική χώνευση τής τροφής, χωνευτικότητα … Dictionary of Greek
ευπεψία — η εύκολη πέψη, φυσιολογική χώνεψη (αντίθ. δυσπεψία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπεψίας — εὐπεψίᾱς , εὐπεψία digestibility fem acc pl εὐπεψίᾱς , εὐπεψία digestibility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίαν — εὐπεψίᾱν , εὐπεψία digestibility fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίαις — εὐπεψία digestibility fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίη — εὐπεψία digestibility fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίῃ — εὐπεψία digestibility fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
eupepsia — (Derivado del gr. petto, cocer, digerir.) ► sustantivo femenino FISIOLOGÍA Digestión normal. * * * eupepsia (del gr. «eupepsía») f. Med. Digestión normal. * * * eupepsia. (Del gr. εὐπεψία). f. Med. Digestión normal. * * * (del gr. ey, bien, y… … Enciclopedia Universal
καλοστομαχία — καλοστομαχία, ἡ (Μ) ευπεψία, χωνευτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στομαχία (< στόμαχος < στόμαχος), πρβλ. κακο στομαχία] … Dictionary of Greek